φριμαγμός

φριμαγμός
ο, ΝΜΑ [φριμάσσομαι]
το φρίμασμα
αρχ.
(κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός
ἡ τοῦ τράγου φωνή».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φριμαγμός — snorting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαγμός — ο το φρύαγμα, το φρίμασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριμαγμοῖς — φριμαγμός snorting masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαγμοῦ — φριμαγμός snorting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαγμούς — φριμαγμός snorting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριμαγμόν — φριμαγμός snorting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίμασμα — και φρούμασμα, το, Ν [φριμάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριμάζω, φριμαγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”